ἐποκλάζω

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

   A cower with bent knees upon, τῇ γῇ Hld.4.17.

German (Pape)

[Seite 1007] darauf niederducken, niederkauern, γῇ Heliod. 4, 17; γαίῃ Agath. prooem. 50 (IV, 3)

Greek (Liddell-Scott)

ἐποκλάζω: ὀκλάζω, γονατίζω ἐπί τινος, τῇ γῇ συνεχὲς ἐποκλάζοντες, ἐπὶ ὀρχουμένων, Ἡλιόδ. 4. 17.

Greek Monolingual

ἐποκλάζω (Α)
λυγίζω τα γόνατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οκλάζω «λυγίζω τα γόνατα»].