ἐρευθήεις

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A red, A.R.1.727, Nic. Th.899 (v.l. -ιόεις).

German (Pape)

[Seite 1026] εσσα, εν, roth, Ap. Rh. 1, 727; Nic. Th. 899, v. l. ἐρευθηΐς, ίδος, als fem. dazu.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρευθήεις: εσσα, εν, ἐρυθρός, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 727, Νικ. Θ. 899 (διαφ. γραφ. -ηΐς).

Greek Monolingual

ἐρευθήεις, -εσσα, -εν (Α) έρευθος
ερυθρόςμέση μὲν ἐρευθήεσσα τέτυκτο», Απολλ. Ρόδ.)·