μέση
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
(sc. χορδή), ἡ, the
A mese, i.e. the top note of the lower tetrachord in the octave, originally the middle string of the seven-stringed (or of an earlier three-stringed) lyre, Pl.R. 443d (cf. Sch.), Arist.Metaph.1018b29, Pr.919b20, Euc.Sect.Can.10; variously defined, Ptol.Harm.2.5, Cleonid.Harm.11, Bacch.Harm.65:—Dor. μέσσα Philol.6.
II Geom., mean proportional, v. μέσος III. 5.
III in punctuation (sc. στιγμή), dot placed midway between top and bottom of line, functioning as a comma, Satyr.6, D.T.630.6, Sch.D.T.p.177 H.
German (Pape)
[Seite 137] ἡ, sc. χορδή, die mittlere Saite des ältesten, einfachsten, nur aus drei Saiten u. Tönen bestehenden Tonsystems der Griechen, Music. Vgl. νήτη u. ὑπάτη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
v. μέσος.
Russian (Dvoretsky)
μέση: ἡ
1 (sc. χορδή) средняя струна (в трехструнной лире) Plat.;
2 (sc. γραμμή) средняя линия, т. е. средняя пропорциональная Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μέση: (δηλ. χορδή), ἡ, ἡ μεσαία ἐκ τῶν τριῶν χορδῶν, αἵτινες ἀπετέλουν τὴν ἀρχαιοτάτην τῶν Ἑλλήνων μουσικὴν κλίμακα· αἱ δὲ ἕτεραι δύο ἦσαν ἡ νεάτη ἢ νήτη, καὶ ἡ ὑπάτη, πρβλ. παραμέση· μετὰ ταῦτα, ὁ μέσος τόνος τοῦ ἑπταχόρδου, Ἀριστ. Προβλ. 19. 25, κ. ἀλλ.· καθόλου, τὸ «ἴσον», ὁ κύριος τόνος μέλους τινός, Chappell περὶ Ἀρχ. Μουσικῆς σ. 85 κἑξ· πρβλ. Muller Ἑλλην. Φιλολογ. 1. σ. 152· - ἐντεῦθεν τὸ ἐπίθ. μεσοειδής, ές, Ἀριστείδ. Κοϊντ. 28. 29. ΙΙ. ἐν τῇ Γεωμετρ. ἡ μέση ἀνάλογος, ἴδε μέσος ΙΙΙ. 5.
Greek Monolingual
η (ΑM μέση, Α δωρ. τ. μέσσα)
(σχετικά με πρόσ.) το μέσο του σώματος, η οσφύς («έχεις αγγελικό κορμί, δαχτυλιδένια μέση», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.
1. το μέρος του ρούχου που αντιστοιχεί στην οσφύ
2. (ιδιωμ.) η ψίχα του ψωμιού
3. φρ. (α) «μπαίνω στη μέση»
i) παρεμβαίνω στα ζητήματα άλλων, αναμιγνύομαι
ii) παρεμβάλλομαι σε διαμάχη, μεσολαβῶ («καλά που μπήκε στη μέση, γιατί αλλιώς θα είχαν σκοτωθεί»)
iii) αναφαίνομαι, παρουσιάζομαι («είναι τα δυσκολέματα που μπαίνουν εις τη μέση», Ερωτόκρ.)
β) «μέ άφησε στη μέση» — μέ εγκατέλειψε στο μέσο μιας εργασίας ή συνεργασίας
γ) «βγάζω στη μέση» — φανερώνω («μόνο αφού τον πίεσα, τά έβγαλε στη μέση»)
δ) «βγαίνω στη μέση» — φανερώνομαι
ε) «τον έβγαλαν από τη μέση»
i) τον εκτόπισαν, τον απέβαλαν, απαλλάχθηκαν από αυτόν
ii) τον σκότωσαν («τον έβγαλαν από τη μέση όταν έμαθαν ότι θα αποκάλυπτε τα σχέδιά τους»)
στ) «βάζω κάτι στη μέση» — παρεμβάλλω κάτι
ζ) «βάνω καιρό στη μέση» — αναβάλλω
η) «λείπω από τη μέση» — εξαφανίζομαι
θ) «βάνω στη μέση άργητα» — αργοπορώ
ι) «φεύγω από τη μέση» — αποχωρώ, απομακρύνομαι
ια) «αφήνω ή παρατώ στη μέση» — εγκαταλείπω
ιβ) «είναι όλα στη μέση» — επικρατεί ακαταστασία
ιγ) «μέσες άκρες» — περίπου, κατά συμπερασμό («κατάλαβα το θέμα της διάλεξής του μέσες άκρες)
(νεοελλ.-μσν.)
1. το μέσο κάθε πράγματος, το σημείο ή το μέρος που απέχει εξίσου από τα δύο άκρα («στέκονται στη μέση του δρόμου και εμποδίζουν την κυκλοφορία»)
2. το μέσο χρονικού διαστήματος («τους έβγαλε από την αίθουσα στη μέση του μαθήματος»)
μσν.
1. μτφ. το μεσοδιάστημα της ζωής του ανθρώπου
2. το κοινό τραπέζι ή η κοινή αποθήκη τροφίμων μοναστηριού
3. (νομ.) προδικαστική απόφαση, σε αντιδιαστολή με την τελική απόφαση
4. ως κύριο όν. ἡ Μέση
ο κεντρικός δρόμος της Κωνσταντινούπολης που οδηγούσε από τη Χρυσή Πύλη στον ναό της Αγίας Σοφίας και στα ανάκτορα
5. φρ. α) «ψωμὶν τῆς μέσης» — ψωμί δεύτερης ποιότητας
β) «στὴ μέση» — μπροστά σε όλους
γ) «μέση καθολική» — γενική συγκέντρωση
γ) «λὰς τῆς μέσης» — λεγόταν υβριστικά για ένα έθνος
δ) «βάνω κάποιον στὴ μέση» — περικυκλώνω
ε) «ἀπὸ ἢ εἰς τὴν μέσην τους» — ανάμεσά τους, μεταξύ τους
στ) «ἀπὸ τὴν μέσην»
(ενν. κάποιας περιοχής) διά μέσου
αρχ.
1. η μεσαία χορδή της τρίχορδης ή επτάχορδης λύρας και αργότερα ο ανώτατος φθόγγος του κατώτερου τετραχόρδου της διαπασών
2. η μεσαία από τις τρεις χορδές οι οποίες αποτελούσαν την αρχαιότατη μουσική κλίμακα τών Ελλήνων και αργότερα ο μέσος τόνος του επταχόρδου
3. τονική θέση της μουσικής κλίμακας που κατείχε την όγδοη βαθμίδα από τη βάση στο δις διαπασών σύστημα
4. μαθημ. η μέση ανάλογος
5. (στη στίξη) στιγμή που τοποθετούνταν μεταξύ του ανώτατου και του κατώτατου σημείου μιας γραμμής και χρησιμοποιούνταν ως κόμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. μέσος.