ἐρυθροκάρδιος

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ον,

   A with red pith, Thphr.HP3.12.3.

German (Pape)

[Seite 1036] mit rothem Herzen oder Kern, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθροκάρδιος: -ον, ἔχων ἐρυθρὰν καρδίαν, ἐντεριώνην, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 3.

Greek Monolingual

ἐρυθροκάρδιος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που έχει κόκκινη ψίχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -καρδιος < καρδία].