ψίχα

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source

Greek Monolingual

η, ΝΜ
1. το εσωτερικό, μαλακό μέρος του ψωμιού
2. στον πληθ. οι ψίχες και αἱ ψίχαι
τα ψίχουλα
νεοελλ.
1. το εσωτερικό ορισμένων ξηρών καρπών («η ψίχα του αμυγδάλου»)
2. μτφ. ελάχιστη ποσότητα από κάτι («δώσε μου μια ψίχα καφέ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ψίξ, ψιχός «ψίχα», κατά τα πρωτόκλιτα θηλυκά].