ἐσχάρινθον

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

τό, a dance at Sparta, Poll.4.104.

Greek Monolingual

ἐσχάρινθον, τὸ (Α)
σπαρτιατικός χορός, πιθ. από το όνομα του αυλητή που τον επινόησε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας].