σπαρτιατικός

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / σπαρτιατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και σπαρτιάτικος, -η, -ο, Ν Σπαρτιάτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σπάρτη ή στους Σπαρτιάτες (α. «σπαρτιατική νομοθεσία» β. «ἐν τοῖς Σπαρτιατικοῖς λόγοις... δεδήλωται», Παυσ.)
νεοελλ.
1. σκληραγωγημένος
2. ηρωικός
3. ολιγαρκής.
επίρρ...
σπαρτιάτικα Ν
1. με τρόπο που ταιριάζει σε Σπαρτιάτες
2. φρ. «ζει σπαρτιάτικα» ή «τήν περνάει σπαρτιάτικα»
α) ζει αυστηρό και εγκρατή βίο
β) ζει με μεγάλες στερήσεις.