ἐριώδυνος, -ον (Α)αυτός που προκαλεί μεγάλη οδύνη, πολύ οδυνηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + οδύνη. Το ω λόγω του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].