ἐριώδυνος

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριώδῠνος Medium diacritics: ἐριώδυνος Low diacritics: εριώδυνος Capitals: ΕΡΙΩΔΥΝΟΣ
Transliteration A: eriṓdynos Transliteration B: eriōdynos Transliteration C: eriodynos Beta Code: e)riw/dunos

English (LSJ)

ἐριώδυνον
A, (ὀδύνη) very painful, Max.161, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1031] sehr schmerzhaft, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριώδυνος: -ον, (ὀδύνη) πολυώδυνος, λίαν ὀδυνηρός, Μάξιμ. π. Καταρχ. 161· «ἐριωδύνου· μεγαλωδύνου» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἐριώδυνος, -ον (Α)
αυτός που προκαλεί μεγάλη οδύνη, πολύ οδυνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + οδύνη. Το ω λόγω του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].