εὐγέωργος

Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

Greek (Liddell-Scott)

εὐγέωργος: -ον, = τῷ προηγ., Ἰω. Χρυσ. τ. 10, σ. 986C, ἔκδ. Παρισ.

Greek Monolingual

εὐγέωργος, -ον (Α)
1. ο ευγεώργητος
2. αυτός που εύκολα μπορεί να διαδοθεί με τη διδασκαλία («αἱ γὰρ εὐγενεῑς γνῶμαι εὐγέωργοι τυγχάνουσιν», Ιωάνν. Χρυσ.).