διδασκαλία
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
ἡ,
A teaching, instruction, Pi.P.4.102, Even.1, Hp.Lex2, X.Cyr.8.7.24, Pl.R.493b, etc.; διδασκαλίαν ποιεῖσθαι, c. acc. et inf., Th.2.42; διδασκαλίαν παρέχειν = serve as a lesson, ib.87; ἐκ διδασκαλίας, opp. ἐξ ἔθους, Arist.EN1103a15.
2 elucidation, Id.Po.1456b5.
3 official instructions, PLips.64.24 (iv A. D.); πρὸς διδασκαλίαν = for information, POxy. 1101.4 (iv A. D.).
II training, rehearsing of a chorus, etc., διδασκαλία τῶν χορῶν Pl.Grg.501e, cf. Simon.147.5, Plu.2.1096a, etc.; also, the dramas produced, Id.2.839d, Cim.8, Per.5, AP7.37 (Diosc.).
2 διδασκαλίαι, αἱ, catalogues of the dramas, their writers, dates, and success, title of compilation by Arist. and others, D.L.5.26, cf. Sch.Ar.Ra.1155, etc.
Spanish (DGE)
(δῐδασκᾰλία) -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. διδασκαλίη Simon.FGE 800, Euen.1.6, Hp.Lex 2, Posidipp.Epigr.19.12, AP 7.37 (Diosc.)
I 1enseñanza, acción de dar o recibir enseñanza c. gen. subjet. Χίρωνος Pi.P.4.102, τοῦ Φημίου Ps.Hdt.Vit.Hom.5, Καλλικράτους Paus.7.10.9, αὐτῶν (de los valentinianos), Hippol.Haer.6.35.2, c. ἐκ y gen. ἐκ τῶν θεῶν ... διδασκαλίας M.Ant.1.17, c. gen. obj. de lo enseñado τούτων δὲ αὐτῶν δ. καὶ παράδοσις Pl.Lg.803a, τῆς μουσικῆς Arist.Pol.1340b14, τῶν τεχνῶν D.S.5.55, Artem.1.10, τῆς ῥήσεως Ph.1.482, ἱερωσύνης Ph.2.294, δ. σωφροσύνης una lección de prudencia I.AI 4.49, τοῦ μαθήματος FD 1.223.4 (I a.C.), τῶν φαρμάκων ret. en PRyl.62.23, c. gen. obj. de pers. τῶν παίδων FD 3.119.4 (II a.C.), PYoutie 66.68 (III d.C.), cf. ID 1503.8 (II a.C.), c. gen. obj. de lo enseñado y de pers. Ἁδριανοῖο μουσάων ἀγαθὴν εἶχεν διδασκαλίην IG 22.3632.9 (Eleusis II d.C.)
•c. inf. u or. complet. διδασκαλίαν ποιούμενος μὴ ... εἶναι enseñando que no es ... Th.2.42, ὁ δέ μοι λόγος ... οὐδὲ διδασκαλίην ἐπαγγέλλεται ὅκως ... mi discurso no imparte enseñanza de cómo ... Luc.Astr.1
•sin rég. φύσεως καὶ ἀσκήσεως δ. δεῖται Protag.B 3, cf. Hp.l.c., ἄτεχνος δ' ἦν ἡ δ. τοῖς μανθάνουσι Gorg.B 14, οἵπερ καὶ ῥᾴστης εἰσὶ διδασκαλίης los que precisamente son los más fáciles de enseñar Euen.l.c., διδασκαλίας ἂν ὡς οὐκ εἰδόσι προσέδει haría falta que (os) instruyeran, como a quien no conoce Th.1.68, ἐπὶ διδασκαλίαν τρέπεσθαι ponerse a enseñar Pl.R.493b, διδασκαλίαν παρέχειν servir de lección Th.2.87, αὕτη γὰρ ἀρίστη δ. X.Cyr.8.7.24, ὑπὸ πονηρᾶς ... διδασκαλίας Aristid.Quint.63.3, ἐν προθύροις θῆκε διδασκαλίην en el atrio (me) colocó como enseñanza Posidipp.Epigr.l.c., σύμβολα διδασκαλίας καὶ μαθήσεως Ph.2.353, εἰς τὴν ἡμετέραν διδασκαλίαν ἐγράφη Ep.Rom.15.4
•en cuanto al método διδασκαλίας γάρ ἐστιν ὁ κατὰ τὴν ἐπιστήμην λόγος Arist.Rh.1355a26, cf. EN 1103a15, Str.1.1.15, Diog.Oen.12.3.5, AP 7.341 (Procl.), Philostr.VA 7.36
•adoctrinamiento c. gen. obj. νεότητος LXX Pr.2.17.
2 explicación, interpretación τὰ μὲν δεῖ φαίνεσθαι ἄνευ διδασκαλίας Arist.Po.1456b5, εἰ δ' ἐκτείνοιτό τις τὴν γνώμην ἐν μακροῖς, δ. γίνεταί τις Demetr.Eloc.9, ἡ δ. τῆς ἐπὶ τὸ μέσον φορᾶς Cleom.1.1.191, cf. Vett.Val.164.8.
3 en lit. crist. doctrina παρακαλεῖν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῇ ὑγιαινούσῃ Ep.Tit.1.9, ἀκούσατε διδασκαλίαν ἱεράν Const.App.1.proem.2, ἡ δ. τοῦ σωτῆρος Clem.Al.Strom.7.16.104, ἡ ἐκκλησιαστικὴ δ. Eus.Marcell.1.3 (p.17.29).
4 información πρὸς διδασκαλίαν para informarme, POxy.1101.4 (IV d.C.)
•informe ἐπιδέδωκα ὑμῖν ταύτην τὴν διδασκαλίαν πρὸς εἴδησιν τῆς [ἡ] μῶν δεσποίνης PMasp.283.2.1 (VI d.C.).
5 oficina de información ἡ δ. τῆς τάξεως Wilcken Chr.281.25 (IV d.C.), cf. PMasp.20re.14 (VI d.C.).
6 admonición Hsch.
II ref. a la lírica y el teatro
1 instrucción, formación de coros ἀμφὶ διδασκαλίῃ δὲ Σιμωνίδῃ ἕσπετο κῦδος Simon.l.c., c. gen. obj. τῶν χορῶν Pl.Grg.501e.
2 puesta en escena o producción de una pieza teatral πρώτην γὰρ διδασκαλίαν τοῦ Σοφοκλέους ἔτι νέου καθέντος Plu.Cim.8, διδασκαλίας ἀστικὰς καθῆκεν ἕξ Plu.2.839d, οἱ περὶ χορῶν λόγοι καὶ διδασκαλιῶν Plu.2.1096a, τραγικὴ δ. Plu.Per.5, cf. AP l.c.
•plu. διδασκαλίαι didascalias catálogos recogidos en inscripciones y registrados por Aristóteles y otros autores de las obras teatrales producidas, con sus autores, fechas y resultados de los concursos, D.L.5.26, Harp.s.uu. διδάσκαλος y Σθένελος, Sch.Ar.Nu.552, Pl.385, Ra.1124D.
•περὶ διδασκαλιῶν obra de Caristio de Pérgamo, Ath.235e.
German (Pape)
[Seite 615] ἡ, 1) Lehre, Unterricht, Unterweisung; Χείρωνος Pind. P. 4, 102; Plat. Crat. 428 c Rep. VI, 493 b u. öfter; δημιουργικαί Soph. 229 d; Folgde; διδασκαλίαν ποιεῖσθαι Thuc. 2, 42; παρέχειν, lehren, 2, 87. Bei Arist. poet. 19 steht ἄνευ διδασκαλίας dem ἐν τῷ λόγῳ entgegen, also = Andeuten durch Worte. – 2) Einübung u. Ausführung eines theatralischen Stücks od. Chors, χορῶν Plat. Gorg. 501 e; das Stück selbst, Plut. Cim. 8; eine Tetralogie, Pericl. 5. Bes. sind διδασκαλίαι Verzeichnisse der aufgeführten Dramen, mit Angabe der Verfasser, der Zeit u. des Erfolges, mit dem sie aufgeführt wurden, wie Aristoteles nach D. L. 5, 26 u. Anderen schrieb; vgl. Casaub. zu Ath. VI, 235 e.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. instruction, enseignement ; διδασκαλίαν ποιεῖσθαι THC enseigner, montrer ; διδασκαλίαν παρέχειν THC servir de leçon;
II. en parl. du théâtre :
1 instructions : διδασκαλία τῶν χορῶν instructions pour le chant du chœur, ou en gén. pour la déclamation des acteurs ou pour le jeu des danseurs (didascalies);
2 p. ext. œuvre dramatique;
NT: enseignement ; ce qui est enseigné ; doctrine.
Étymologie: διδάσκαλος.
Russian (Dvoretsky)
δῐδασκᾰλία: ἡ
1 преподавание, обучение Pind., Xen., Plat., Arst.: διδασκαλίαν ποιεῖσθαι и παρέχειν Thuc. поучать, (наглядно) показывать;
2 театр. разучивание, постановка (τῶν χορῶν Plat., Plut.);
3 сценическая игра (τὰ μὲν ἄνευ διδασκαλίας - τὰ δ᾽ ἐν τῷ λόγῳ Arst.);
4 трагедия (τοῦ Σοφοκλέους Plut.);
5 драматическая тетралогия (трагическая трилогия и сатирическая драма) Plut.;
6 pl. διδασκαλίαι = дидаскалии (хронологический перечень драматических произведений, их авторов, постановок и проч.) Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
δῐδασκᾰλία: ἡ, τὸ διδάσκειν, ἡ διδαχή, παίδευσις, Λατ. dis-ciplina, Πίνδ. Π. 4. 180, Εὔηνος 1, Ἱππ. Λεξ. 2, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 24, Πλάτ., κτλ.· δ. ποιεῖσθαι ἢ παρέχειν, Θουκ. 2. 42, 87· ἐκ δ., ἀντίθ. ἐξ ἔθους, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 1, 1. 2) συμβουλή, νουθεσία διὰ λέξεων, ὁ αὐτ. Ποιητ. 19, 6. ΙΙ. ἡ προπαρασκευή, ἡ πρὸς παράστασιν ἄσκησις τοῦ χοροῦ, κτλ., δ. τῶν χορῶν Πλάτ. Γοργ. 501Ε, πρβλ. Σιμων. 148· ὡσαύτως ἡ παράστασις ὅλου δράματος, Πλούτ. Κίμ. 8, Περικλ. 5· ἴδε διδάσκω ΙΙΙ. 2) διδασκαλίαι ἢ περὶ διδασκαλιῶν, κατάλογοι τῶν δραμάτων, μετὰ τῶν ποιητῶν, τῆς χρονολογίας καὶ εἰδήσεων περὶ τῆς ἐπιτυχίας αὐτῶν, οἵους συνέγραψεν ὁ Ἀριστ. καὶ ἄλλοι, ἴδε Ἀριστ. Ἀποσπ. 575 - 587, πρβλ. Casaub. Ἀθήν. 235C.
English (Slater)
δῐδασκᾰλία instruction “φαμὶ διδασκαλίαν Χίρωνος οἴσειν.” Jason speaks (P. 4.102)
English (Strong)
from διδάσκαλος; instruction (the function or the information): doctrine, learning, teaching.
English (Thayer)
διδασκαλίας, ἡ (διδάσκαλος) (from Pindar down);
1. teaching, instruction: εἰς τήν ἡμετέραν διδασκαλίαν, that we might be taught (A. V. for our learning)); teaching, i. e. that which is taught, doctrine: διδασκαλιαι, teachings, precepts (from ἀνθρώπων, δαιμονίων, 1 Timothy 4:1.
Greek Monolingual
η (AM διδασκαλία) διδάσκαλος
1. μετάδοση γνώσεων, διδαχή
2. νουθεσία, υπόδειξη, δασκάλεμα
αρχ.-νεοελλ.
1. το σύνολο τών διδαγμάτων θρησκείας, επιστήμης ή φιλοσοφικού συστήματος («η χριστιανική διδασκαλία»)
2. η προετοιμασία και παρουσίαση ενός δραματικού έργου στο θέατρο («διδασκαλία της Αντιγόνης του Σοφοκλέους»)
μσν.
μόρφωση, ανατροφή
αρχ.
1. διευκρίνηση διασάφηση
2. γραφείο πληροφοριών
3. αναφορά, πληροφορία
4. τιμητική προσφώνηση
5. στον πληθ. διδασκαλίαι
κατάλογος τών διδαγμένων δραμάτων με τα ονόματα ποιητών, χορηγών, τη χρονολογία παραστάσεως κ.ά. σχετικές πληροφορίες.
Greek Monotonic
δῐδασκᾰλία: ἡ (διδάσκαλος),·
I. διδαχή, καθοδήγηση, διαπαιδαγώγηση, εκπαίδευση, διδασκαλία, Λατ. disciplina, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.· διδασκαλίαν ποιεῖσθαι ή παρέχειν, χρησιμεύει ως μάθημα, διδαχή, νουθεσία, για κάποιον, σε Θουκ.
II. προγύμναση δραματικού χορού, σε Πλάτ.· επίσης, η παράσταση του δράματος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
δῐδασκᾰλία, ἡ, n διδάσκαλος
I. teaching, instruction, education, Lat. disciplina, Xen., Plat., etc.; διδασκαλίαν ποιεῖσθαι or παρέχειν to serve as a lesson to one, Thuc.
II. the rehearsing of a dramatic chorus, Plat.: also, the drama itself, Plut.
Chinese
原文音譯:didaskal⋯a 笛打士卡利阿
詞類次數:名詞(21)
原文字根:教(著) 相當於: (אַלּוּף)
字義溯源:教訓,道理,教導;源自(διδάσκαλος)=教師);而 (διδάσκαλος)出自(διδάσκω)=教), (διδάσκω)出自(δαπάνη)Y*=學)。這字2次用在福音書,意為:道理;其餘19次用在保羅的書信中,意為教導
同源字:1) (διδασκαλία)教訓 2) (διδάσκαλος)教導者 3) (διδάσκω)教,教導
出現次數:總共(21);太(1);可(1);羅(2);弗(1);西(1);提前(8);提後(3);多(4)
譯字彙編:
1) 教導(19) 羅12:7; 羅15:4; 弗4:14; 西2:22; 提前1:10; 提前4:1; 提前4:6; 提前4:13; 提前4:16; 提前5:17; 提前6:1; 提前6:3; 提後3:10; 提後3:16; 提後4:3; 多1:9; 多2:1; 多2:7; 多2:10;
2) 道理(2) 太15:9; 可7:7
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
institutio, admonitio, documentum, instruction, advice, lesson, 1.68.3, (nobis demonstratione opus esset, qua vos rerum ignaros doceremus, we would need proof, by which we might teach you ignorant of facts). 2.42.1, (docens, teaching)...2.87.7.
Translations
teaching
Azerbaijani: təlim; Bulgarian: учение; Catalan: ensenyament; Chinese Mandarin: 教導/教导, 教誨/教诲; Czech: učení; Dutch: onderwijzing, leer; Esperanto: instruo; Finnish: oppi, opetus; French: doctrine, enseignement; German: Lehre; Greek: δίδαγμα; Ancient Greek: διδαχή, διδασκαλία, δίδαξις; Indonesian: ajaran; Irish: teagasc; Italian: insegnamento; Japanese: 教え, 教訓; Ladino: ensenyamiento; Latin: doctrina, disciplina; Maore Comorian: musomo; Maori: whakaakoranga; Occitan: ensenhament; Old East Slavic: укъ; Plautdietsch: Lia; Portuguese: ensinamento; Quechua: yachachiy; Russian: учение, доктрина; Sanskrit: शिक्षण, उपदेश; Scottish Gaelic: teagasg; Spanish: enseñanza; Swahili: fundisho
education
Afrikaans: onderwys; Albanian: arsim, edukim; Amharic: ትምህርት; Arabic: تَعْلِيم, تَرْبِيَة; Aragonese: educación; Armenian: կրթություն, ուսում; Aromanian: educatsie; Assamese: শিক্ষা; Asturian: educación; Azerbaijani: təhsil, tərbiyə, maarif, təlim; Bashkir: мәғариф; Basque: hezkuntza; Belarusian: адукацыя, асвета, асьвета, выхаванне, выхаваньне; Bengali: শিক্ষা, তালিম; Bokyi: kor' wed; Breton: diorroadurez; Bulgarian: образование, възпитание; Burmese: ပညာ, ပညာရေး; Buryat: болбосорол; Catalan: educació; Chechen: дешар; Cherokee: ᏗᏕᎶᏆᏍᏗ; Chinese Cantonese: 教育; Eastern Min: 教育; Hakka: 教育; Hokkien: 教育; Mandarin: 教育, 教學, 教学, 教養, 教养; Wu: 教育; Chuvash: вӗрентӳ; Cornish: adhyskans; Crimean Tatar: maarif, tasil; Czech: vzdělávání; Danish: opdragelse, uddannelse; Dutch: onderwijs; Esperanto: eduko, edukado; Estonian: haridus; Faroese: útbúgving; Finnish: kasvatus, koulutus, opetus; French: éducation, enseignement; Fula Adlam: 𞤫𞤳𞥆𞤭𞤼𞤭𞤲𞤮𞤤; Roman: ekkitinol; Galician: educación; Georgian: განათლება; German: Ausbildung, Erziehung, Schulung, Unterricht; Greek: εκπαίδευση; Ancient Greek: ἀγωγή, ἀνατριβή, ἀνατροφή, διδασκαλία, διδασκαλίη, κατάρτισις, κωρισμός, παιδεία, παίδευμα, παίδευσις, τροφή; Gujarati: શિક્ષણ, કેળવણી; Hawaiian: hoʻonaʻauao; Hebrew: חִנּוּךְ \ חינוך; Hindi: शिक्षा, सीख, तर्बियत, आमोज़िश, तालीम; Hungarian: nevelés, oktatás; Icelandic: menntun; Ido: eduko, edukado; Igbo: mmuta; Indonesian: pendidikan; Ingrian: opetus; Irish: oideachas, léann; Italian: istruzione, educazione; Japanese: 教育; Javanese: pawiatan; Kalmyk: сурһуль; Kannada: ಶಿಕ್ಷಣ; Kazakh: оқу, ағарту, білім беру; Khmer: ការសិក្សា; Kikuyu: gĩthomo; Korean: 교육(敎育); Kurdish Central Kurdish: پەروەردە, زانیاری; Northern Kurdish: perwerde, talîm, zanyarî, terbiye; Kyrgyz: билим берүү, агартуу, окутум, тарбия; Lao: ການສຶກສາ; Latin: cultus, disciplina; Latvian: audzināšana, izglītība; Lithuanian: auklėjimas, ugdymas, lavinimas; Luxembourgish: Erzéiung, Educatioun, Ausbildung; Macedonian: образование, воспитание; Malay: pendidikan, pelajaran; Malayalam: വിദ്യാഭ്യാസം; Maltese: edukazzjoni; Manx: edjaghys; Maori: akoranga matauranga, mātauranga; Marathi: शिक्षण; Mongolian Cyrillic: боловсрол, сурган хүмүүжил; Mongolian: ᠪᠣᠯᠪᠠᠰᠤᠷᠠᠯ, ᠰᠤᠷᠭᠠᠨ; ᠬᠦᠮᠦᠵᠢᠯ; Navajo: íhooʼaah; Nepali: शिक्षा; Norwegian Bokmål: utdannelse, utdanning, oppdragelse; Nynorsk: utdanning, utdaning; Occitan: educacion; Odia: ଶିକ୍ଷା; Ottoman Turkish: تعلیم; Pali: sikkhā; Pashto: زده کړه, تعليمات, تربيه, معارف; Persian Dari: آموزِش, مَعْرِفَت, تَعْلِیم, تَرْبِیَت, تَحْصِیل; Iranian Persian: آموزِش, مَعْرِفَت, تَعْلیم, تَرْبِیَت, تَحْصیل; Plautdietsch: Belia; Polish: edukacja, oświata, kształcenie; Portuguese: educação, ensino; Punjabi Gurmukhi: ਸਿੱਖਿਆ; Romanian: educație, educare; Romansch: furmaziun; Russian: образование, обучение, воспитание, просвещение; Sanskrit: शिक्ष, शिक्षा; Scots: eddication; Scottish Gaelic: foghlaim, teagasg; Serbo-Croatian Cyrillic: образовање, васпита̄ње, одгајивање, про̏света, про̏свјета; Roman: obrazovánje, vaspítānje, odgajivanje, prȍsveta, prȍsvjeta; Sicilian: aducazzioni; Sindhi: تعليم; Sinhalese: අධ්යාපනය; Slovak: vzdelávanie; Slovene: izobraževanje; Spanish: educación; Swahili: elimu; Swedish: utbildning, undervisning; Tagalog: katuruan, edukasyon; Tajik: маориф, омузиш, таълим, тарбия, тарбият, таҳсил; Tamil: கல்வி; Tatar: мәгърифәт; Telugu: విద్య; Tetum: edukasaun; Thai: การศึกษา; Tibetan: སློབ་གསོ; Tigrinya: ትምህርቲ; Turkish: eğitim, talim, tahsil; Turkmen: bilim, magaryf, terbiýeleýiş; Ukrainian: осві́та, виховання; Urdu: تَعْلِیم, مَعْرِفَت, آموزِش, تَرْبِیَت, تَحْصِیل, شِکْشا, سِیکھ; Uyghur: مائارىپ, ئوقۇش, تەلىم, تەربىيە; Uzbek: maorif, tahsil, maʻrifat, tarbiya, tarbiyat, taʻlim; Vietnamese: giáo dục, dạy dỗ, giáo dưỡng; Vilamovian: aojsbildung; Volapük: dugäl, dugälav, benodugäl, benodugälam; Welsh: addysg; West Frisian: ûnderwiis; Yakut: үөрэҕирии; Yiddish: בילדונג, חינוך or; Zhuang: gyauyuz