ευεπίφορος
Greek Monolingual
εὐεπίφορος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που εύκολα κλίνει προς κάτι ή παρασύρεται σε κάτι («εὐεπίφορος πρὸς τὴν ἀσέλγειαν»)
2. αυτός που οδηγεί κάπου με ευκολία («εὐεπίφορος ὁδὸς ἐπὶ τινα», Διον. Αλ.).
επίρρ...
εὐεπιφόρως
1. με ευχαρίστηση, με ευκολία («πρὸς τὴν κακίαν ἔχοντες εὐεπιφόρως φύσει»)
2. εκουσίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί-φορος (< επι-φέρω)].