ευγραμμία

Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α εὐγραμμία) εύγραμμος
νεοελλ.
αρμονική διάταξη τών γραμμών του σώματος
αρχ.
η ωραιότητα, η κομψότητα τών γραμμών διακοσμητικού σχεδίου.