εὔιος, ὁ (Α)1. επίθ. του Βάκχου από την κραυγή ευοί, ευαί («οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», Σοφ.)2. ως κύριο όν. Εὔιος-Βάκχος3. ως επίθ. εὔιος, -ονβακχικός («τελετὰς προτείνων εὐίους νεανίσιν», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευάζω].