Εὔιος

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Εὔιος Medium diacritics: Εὔιος Low diacritics: Εύιος Capitals: ΕΥΙΟΣ
Transliteration A: Eúios Transliteration B: Euios Transliteration C: Eyios Beta Code: *eu)/ios

English (LSJ)

(Εὔἱος EM391.15, cf. Lat. Euhius), ὁ, name of Bacchus, from the cry εὐαἵ, εὐοἱ, in lyr. passages, S.OT211, E.Ba.157, Ecphantid. 3, etc.; Εὔιος,
A = Βάκχος, E.Ba.566,579.
II εὔιος, ον, as adjective, Bacchic, πῦρ S.Ant.964; τελεταί E.Ba.238; ἀγάλματα Id.Tr. 451 (troch.).

Russian (Dvoretsky)

Εὔιος: ὁ Эвий, т. е. призываемый возгласами εὖα и οὐοῖ (эпитет Вакха) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

Εὔιος: ὁ, ἐπώνυμον τοῦ Βάκχου, ἐκ τῆς κραυγῆς εὐαί, εὐοῖ, Σοφ. Ο. Τ. 211, Εὐρ. 157. κτλ.: Εὔιος = Βάκχος, αὐτόθι 565, 579. ΙΙ. εὔιος, ον, ὡς ἐπίθ. βακχικός, πῦρ Σοφ. Ἀντ. 964· τελεταὶ Εὐρ. Βάκχ. 238.

Greek Monotonic

Εὔιος: ὁ,
I. ονομασία του Βάκχου, από την ιαχή εὐοῖ, σε Σοφ., Ευρ.· Εὔιος = Βάκχος, στον ίδ.
II. εὔιος, -ον, ως επίθ., βακχικός, σε Σοφ., Ευρ.

Frisk Etymological English

Εὔἱος See also: s. εὐάζω.

Middle Liddell

Εὔιος, ὁ,
I. Euios, Evius, name of Bacchus, from the cry, εὐοῖ, Soph., Eur.: Εὔιος = Βάκχος, Eur.
II. εὔιος, ον, as adj. Bacchic, Soph., Eur.

Frisk Etymology German

Εὔιος: Εὔἱος (EM)
{Eúios}
Meaning: Ben. des Dionysos, auch Adj. dionysisch, bakchisch (S., E. u. a.)
Derivative: mit εὐιακός, f. εὐιάς (APu. a.), εὐιώτης, f. -τις (Lyr. Alex. u. a.); lat. LW Euhius.
Etymology: Aus dem Ruf εὐαί (-αἵ), εὐοί (-οἵ) usw.; s. εὐάζω.
Page 1,588