εὐκαμψία

Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ἡ,

   A flexibility, of the voice, Arist.GA786b10.

German (Pape)

[Seite 1073] ἡ, Biegsamkeit, Ggstz ἀκαμψία, Arist. gen. anim. 5, 7.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκαμψία: ἡ, τὸ εὔκαμπτον, τῆς φωνῆς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7. 26.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐκαμψία) εύκαμπτος
η ιδιότητα του εύκαμπτου, η ευλυγυσία
νεοελλ.
η ενδοτικότητα, η αστάθειαευκαμψία χαρακτήρα»)
αρχ.
(για φωνή) πλαστικότητα.