αστάθεια

From LSJ

σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σαφές → wisdom lies in clarity, not in obscurity | wisdom is shown in clarity, not in obscurity

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀστάθεια) ασταθής
1. η έλλειψη σταθερότητας
2. η ιδιότητα του χαρακτήρα του ασταθή, το ευμετάβολο.