αστάθεια

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀστάθεια) ασταθής
1. η έλλειψη σταθερότητας
2. η ιδιότητα του χαρακτήρα του ασταθή, το ευμετάβολο.