ῑδος, ὁ, ἡ,
A well-based, Nonn.D.40.258.
ἐϋκρήπις, -ιδος, ὁ, ἡ (ΑΜ)αυτός που έχει ωραία κρηπίδα, ισχυρή βάση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ (εϋ) + κρηπίς.