κρηπίδα

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379

Greek Monolingual

η (AM κρηπίς, -ῑδος)
1. λιθόκτιστο πλάτωμα σε όχθη ποταμού ή σε προκυμαία («ἀποβαίνων δ' ἐκ τῆς νεὼς καταλαμβάνει τον τε Κλεομένη καὶ τὸν Παντέα... ἐν τῷ λιμένι παρὰ τὴν κρηπῑδα περιπατοῦντας», Πολ.)
2. τειχισμένη όχθη ή προκυμαία
3. θεμέλιο οικοδομήματος, υπόβαθρο («ὦ Κηναία κρηπὶς βωμῶν», Σοφ.)
4. το βάθρο τών αψίδων γέφυρας («πατήσασα τον ένα πόδα επί της εσοχής εκείνης του τοίχου ανήλθε μετά κόπου εις την κρηπίδα», Παπαδ.)
5. βαθμίδα, σκαλοπάτι στο πρόσθιο μέρος της αγίας τράπεζας τών βυζαντινών ναών
νεοελλ.
1. τμήμα του βυθού θάλασσας που βρίσκεται κοντά στην ξηρά
2. φρ. «ηπειρωτική κρηπίδα» — η υποθαλάσσια ζώνη του βυθού τών θαλασσών η οποία περικρασπεδώνει τις ηπείρους και φθάνει ώς το υφαλοπρανές, δηλαδή ώς το βάθος 200 μέτρων, αλλ. υφαλοκρηπίδα
μσν.-αρχ.
η βάση, το θεμέλιο ή η αρχή μιας πράξης ή κατάστασης («βάλλεσθαι κρηπῑδα σοφῶν ἐπέων», Πίνδ.)
αρχ.
1. είδος υποδημάτων με χονδρές σόλες, που αποτελούνταν από ένα πέλμα το οποίο συγκρατούσαν στο πόδι ιμάντες και το οποίο ήταν εφοδιασμένο με ένα ανώτερο τμήμα που κάλυπτε τη φτέρνα και άφηνε ακάλυπτα τα δάχτυλα του ποδιού
2. είδος πίτας που είχε σχήμα υποδήματος
3. η σειρά τών καθισμάτων στο αρχαίο θέατρο
4. το φυτό ελμινθία η εχινοειδής
5. είδος επιδέσμου
6. (για ασθένεια) η βάση, η αφορμή
7. στον πληθ. αἱ κρηπῑδες
α) στρατιωτικά υποδήματα
β) συνεκδ. οι στρατιώτες
8. φρ. «κρηπῖδες λευκαί» — σημείο εκθηλύνσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παράγωγο αμάρτυρης λ., πρβλ. τις συγγενείς λ. κνημίς (< κνήμη), χειρίς (< χείρ), ενώ κατ' άλλους είναι δάνεια λ. Συνδέεται πιθ. με ομάδα ΙΕ λ. που έχουν σημ. «υπόδημα», πρβλ. λιθουαν. kurpe·. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή crepida «υπόδημα», crepido «κρηπίδα».
ΠΑΡ. κρηπίδιον, κρηπιδώ
αρχ.
κρηπιδαίον, κρηπιδαίος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κρηπιδοποιός, κρηπιδουργός
αρχ.-μσν.
κρηπιδοπώλης. (Β' συνθετικό) αρχ. βαθυκρηπίς, επικρηπίς, μελαγκρηπίς, μονοκρηπίς, οπισθοκρηπίς
νεοελλ.
υφαλοκρηπίδα].