εὔμνηστος

Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

Dor. εὔ-μναστος, ον,

   A well-remembering, mindful, τινος S.Tr.108 (lyr.); χρηστήριον Boeoi.

German (Pape)

[Seite 1081] wohl eingedenk, τινός Soph. Tr. 108.

Greek (Liddell-Scott)

εὔμνηστος: -ον, καλῶς ἐνθυμούμενος, σκεπτόμενος περί τινος, τινὸς Σοφ. Τρ. 109 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ εὔμναστος), Ποιητ. παρὰ Παυσ. 10. 5, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se souvient fidèlement de, gén..
Étymologie: εὖ, μιμνῄσκομαι.

Greek Monolingual

εὔμνηστος, -ον, δωρ. τ. εὔμναστος, -ον (Α)
αυτός που θυμάται ή αναπολεί, που σκέπτεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μνηστός (< μνάομαι «ενθυμούμαι»)].