μνηστός

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνηστός Medium diacritics: μνηστός Low diacritics: μνηστός Capitals: ΜΝΗΣΤΟΣ
Transliteration A: mnēstós Transliteration B: mnēstos Transliteration C: mnistos Beta Code: mnhsto/s

English (LSJ)

μνηστή, μνηστόν, (μνάομαι)
A wooed and won, wedded, ἄλοχοι Il.6.246, cf. Od.1.36, etc.; μνηστή, abs., A.R.1.780.
II memorable, to be remembered, ψυχή Sammelb.6138.

German (Pape)

[Seite 196] umworben, gefrei't; ἄλοχος μνηστή, die Gemahlinn, um die ordentlich geworben, die rechtmäßig verheirathet ist, Il. 6, 246. 9, 399 Od. 1, 36 u. öfter, im Gegensatz der Kebsweiber; auch μνηστή, die Braut, Ap. Rh. 1, 780.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 fém. courtisée, recherchée en mariage ; mariée;
2 mémorable, dont il faut se souvenir.
Étymologie: μνάομαι.

Russian (Dvoretsky)

μνηστός: сочетавшийся законным браком, законный (ἄλοχος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μνηστός: -ή, -όν, (μνάομαι) οὗ τὴν ἀγάπην τις ἐκέρδησε, συνεζευγμένος, ἄλοχος μνηστή, σύζυγος νόμιμος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν παλλακὴν (πρβλ. κουρίδιος), Ἰλ. Ζ. 264, Ὀδ. Α. 36, κτλ.· οὕτω μνηστή, ἀπολ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 780. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. 2, σ. 325.

English (Autenrieth)

only fem. μνηστή: wooed and won, wedded, ἄλοχος. Opp. παλλακίς, δουρικτήτη, etc., Il. 6.246, Od. 1.36.

Greek Monolingual

μνηστός, -ή, -όν (ΑΜ, Μ θηλ. και μνήστη)
1. αυτός που έχει μνηστευθεί
2. αυτός που είναι νόμιμα παντρεμένος
μσν.
1. το αρσ. ως ουσ.μνηστός
μνηστήρας, αρραβωνιαστικός
2. το θηλ. ως ουσ.μνηστή και μνήστη
αρραβωνιαστικιά
αρχ.
αυτός που αξίζει να αναφέρεται ή να μνημονεύεται, ο αξιομνημόνευτοςμνηστή ψυχή», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνησ- (πρβλ. -μνησ-ο, αορ. τών μνῶμαι/μιμνήσκω) + επίθημα -τός].

Greek Monotonic

μνηστός: -ή, -όν (μνάομαι), αυτός που διεκδίκησε και κέρδισε μια γυναίκα, παντρεμένος, ἄλοχος μνηστή, νόμιμη σύζυγος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

μνηστός, ή, όν μνάομαι
wooed and won, wedded, ἄλοχος μνηστή a wedded wife, Hom.