μνηστός
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
English (LSJ)
μνηστή, μνηστόν, (μνάομαι)
A wooed and won, wedded, ἄλοχοι Il.6.246, cf. Od.1.36, etc.; μνηστή, abs., A.R.1.780.
II memorable, to be remembered, ψυχή Sammelb.6138.
German (Pape)
[Seite 196] umworben, gefrei't; ἄλοχος μνηστή, die Gemahlinn, um die ordentlich geworben, die rechtmäßig verheirathet ist, Il. 6, 246. 9, 399 Od. 1, 36 u. öfter, im Gegensatz der Kebsweiber; auch μνηστή, die Braut, Ap. Rh. 1, 780.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 fém. courtisée, recherchée en mariage ; mariée;
2 mémorable, dont il faut se souvenir.
Étymologie: μνάομαι.
Russian (Dvoretsky)
μνηστός: сочетавшийся законным браком, законный (ἄλοχος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μνηστός: -ή, -όν, (μνάομαι) οὗ τὴν ἀγάπην τις ἐκέρδησε, συνεζευγμένος, ἄλοχος μνηστή, σύζυγος νόμιμος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν παλλακὴν (πρβλ. κουρίδιος), Ἰλ. Ζ. 264, Ὀδ. Α. 36, κτλ.· οὕτω μνηστή, ἀπολ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 780. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. 2, σ. 325.
English (Autenrieth)
only fem. μνηστή: wooed and won, wedded, ἄλοχος. Opp. παλλακίς, δουρικτήτη, etc., Il. 6.246, Od. 1.36.
Greek Monolingual
μνηστός, -ή, -όν (ΑΜ, Μ θηλ. και μνήστη)
1. αυτός που έχει μνηστευθεί
2. αυτός που είναι νόμιμα παντρεμένος
μσν.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ μνηστός
μνηστήρας, αρραβωνιαστικός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μνηστή και μνήστη
αρραβωνιαστικιά
αρχ.
αυτός που αξίζει να αναφέρεται ή να μνημονεύεται, ο αξιομνημόνευτος («μνηστή ψυχή», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνησ- (πρβλ. ἔ-μνησ-ο, αορ. τών μνῶμαι/μιμνήσκω) + επίθημα -τός].
Greek Monotonic
μνηστός: -ή, -όν (μνάομαι), αυτός που διεκδίκησε και κέρδισε μια γυναίκα, παντρεμένος, ἄλοχος μνηστή, νόμιμη σύζυγος, σε Όμηρ.
Middle Liddell
μνηστός, ή, όν μνάομαι
wooed and won, wedded, ἄλοχος μνηστή a wedded wife, Hom.