ευοίωνος

Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο οιωνός
1. αυτός που αποτελεί καλό οιωνό, που προμηνύει κάτι καλό («ευοίωνο σημείο» — ό, τι χαρακτηρίζεται ως ευτυχές προμήνυμα)
2. αισιόδοξος («ευοίωνες προβλέψεις»).