εὐρυνεφής

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ές,

   A lord of spreading clouds, Ζεύς B.15.17.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυνεφής: -ές, ὁ ἔχων εὐρέα νέφη, εὐρυνεφεῖ Κηναίῳ Ζηνὶ Βακχυλ. XV (XVI), 17, ἔκδ. Blass.

Greek Monolingual

εὐρυνεφής, -ές (Α)
αυτός που έχει πλατιά σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -νεφης (< νέφος), πρβλ. ερυθρο-νεφής, πυκνο-νεφής].