εὐρύνωτος

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A broad-backed, φῶτες S.Aj.1251.

German (Pape)

[Seite 1095] mit breitem Rücken, Soph. Ai. 1230.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύνωτος: -ον, ἔχων εὐρέα νῶτα, φῶτες Σοφ. Αἴ. 1251.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au large dos.
Étymologie: εὐρύς, νῶτος.

Greek Monolingual

εὐρύνωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευρέα νώτα, φαρδιές πλάτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -νωτος (< νώτα), πρβλ. πλατύ-νωτος, υψηλό-νωτος].