εὐφάνταστος

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ον,

   A imaginative, Phlp.in de An.155.30, Platon.Diff.Com.15.    II easily imagined, Procl. in Prm.p.518S.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐφάνταστος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει ζωηρή φαντασία, που πλάθει με τη φαντασία του ανύπαρκτα ή μεγαλοποιεί με αυτήν υπαρκτά πράγματα
αρχ.
1. αυτός που έχει δημιουργική φαντασία, ο επινοητικός
2. αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φαντάζομαι].