φαντάζομαι
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
Middle Liddell
φαντάζομαι, like φαίνομαι
1. to become visible, appear, show oneself, Hdt., Eur.
2. to make a show, exalt oneself, Lat. se ostentare, Hdt.
3. φαντάζεσθαί τινι to make oneself like some one, Aesch.
4. in Ar., = συκοφαντεῖσθαι, to be informed against.
French (Bailly abrégé)
1 se montrer, apparaître d'ord. en parl. de visions ou de phénomènes extraordinaires : météores, comètes, etc.
2 faire de l'étalage, se glorifier;
3 se montrer sous les traits de : γυναικί ESCHL d'une femme.
Étymologie: φαίνω.
Russian (Dvoretsky)
φαντάζομαι:
1 появляться, показываться (τινι Plat.; οὐκέτι ἐφαντάζοντό σφι Her.; μή τις ἐν τρίβῳ φαντάζεται Eur.);
2 уподобляться: φανταζόμενός τινι Aesch. приняв(ший) чей-л. образ;
3 выделяться, выдаваться: οὐκ ἐᾶν τινα φ. Her. не разрешать кому-л. возвыситься (над другими);
4 представляться, казаться: ὄνειρον φαντάζεταί μοι Her. во сне является мне видение; τὸ νοηθῆναι ἢ φαντασθῆναι Arst. мышление или воображение;
5 шутл. (по ошибке вм. συκοφαντάζομαι = συκοφαντέομαι) становиться жертвой доноса (ὑπό τινος Arph.).
Greek Monotonic
φαντάζομαι: Παθ., μέλ. φαντασθήσομαι, αόρ. αʹ ἐφαντάσθην·
1. όπως φαίνομαι, γίνομαι ορατός, εμφανίζομαι, φαίνομαι, σε Ηρόδ., Ευρ.
2. επιδεικνύομαι, υπερηφανεύομαι, Λατ. se ostentare, σε Ηρόδ.
3. φαντάζεσθαί τινι, κάνω τον εαυτό μου να μοιάζει σε κάποιον, σε Αισχύλ.
4. σε Αριστ. = συκοφαντεῖσθαι, κατηγορώ κάποιον.
Greek Monolingual
ΝΑ, και σφαντάζω και διαλ. τ. φαντάσσω Ν
1. προκαλώ θαυμασμό ή κατάπληξη, προξενώ ζωηρή ή καλή εντύπωση, έχω ωραία ή επιβλητική όψη, κάνω αίσθηση με τη θωριά μου (α. «κι εφάνταζε, καθώς φαντάζει ασύγκριτη και στον ξύπνο», Παλαμ.
β. «φαντάζειν ἅπαντας τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς τῷ μεγέθει τῶν γιγνομένων», θεοδώρ.)
2. μέσ. φαντάζομαι
α) νομίζω, υποθέτω (α. «τ' ωραίο νησί... φαντάζομαι πως φεύγει κι αρμενίζει», Γρυπ.
β. «εἰκότως φαντάζονται τοιούτου υἱοῦ ἀεὶ μὴ εἶναι τὸν θεὸν πατέρα», Αθανάσ.)
β) πλάθω ή αναπαριστώ κάτι με τη φαντασία μου (α. «δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς θα είναι ο κόσμος αν συνεχιστεί η καταστροφή του περιβάλλοντος» β. «ἐνταῡθ' ὁ ποιητής αὐτὸς εἶδεν Ἐρινύας, ὃ δ' ἐφαντάσθη, μικροῦ δεῖν θεάσασθαι καὶ τοὺς ἀκούοντας ἠνάγκασεν», Λογγίν.)
νεοελλ.
1. κατέχομαι από φανταστικές παραστάσεις, από φαντάσματα
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) φαντασμένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, καυχησιάρης
β) μεγαλομανής
αρχ.
1. καθιστώ κάτι φανερό, εμφανίζω, παρουσιάζω
2. εξαπατώ, ξεγελώ
3. (μέσ. και παθ.) α) γίνομαι ορατός, γίνομαι αντιληπτός
β) παίρνω τη μορφή κάποιου, γίνομαι όμοιος με αυτόν («φανταζόμενος δὲ γυναικὶ νεκροῦ τοῦδ'... ὁ παλαιὸς ἀλάστωρ», Αισχύλ.)
γ) επαίρομαι, περηφανεύομαι
δ) σχηματίζομαι, πλάθομαι με τη φαντασία
ε) τρομοκρατούμαι από φανταστικές παραστάσεις, φαντάσματα
στ) (στην κωμωδία) συκοφαντούμαι
4. φρ. «μεγάλα φαντάζομαι περί τινος» — έχω μεγάλη ιδέα για κάποιον ή για κάτι (Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαντ- τών παραγώγων και σύνθ. του ρ. φαίνω (πρβλ. φαντός, -φάντης, φάντωρ)].