εὐχέτης

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who prays, Eust. 1725.57, Zonar.

German (Pape)

[Seite 1109] ὁ, der Beter, VLL., zur Bildung des vorigen Wortes angenommen.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχέτης: ὁ, ὁ εὐχόμενος ὑπέρ τινος, Δαμασκ. ΙΙ. 341Β.

Greek Monolingual

ο, θηλ. ευχέτις (ΑΜ εὐχέτης, -ου, θηλ. εὐχέτις, -ιδος)
αυτός που παρέχει ευχές, που προσεύχεται για κάποιον
νεοελλ.
φρ. «ὁ ἐν Χριστῷ εὐχέτης» — φράση που προτάσσεται της υπογραφής τών ανώτερων κληρικών.