ωνος, ὁ, ἡ,
A abounding in doves, Nonn.D.13.62.
εὐτρήρων: -ωνος, ὁ, ἡ, ἔχων ἀφθονίαν περιστερῶν, Νόνν. Δ. 13. 62.
εὐτρήρων, -ωνος και επικ. τ. ἐϋτρύρων, ὁ, ἡ (Α)αυτός που έχει αφθονία περιστεριών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρήρων «περιστέρι»].