ευχείριστος
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός τον οποίο μπορεί να χειριστεί ή να μεταχειριστεί κάποιος εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + χειρίζομαι].
-η, -ο
αυτός τον οποίο μπορεί να χειριστεί ή να μεταχειριστεί κάποιος εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + χειρίζομαι].