ζεστολουσία

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ἡ,

   A washing in hot water, Theonap.Gal.6.208,212.

German (Pape)

[Seite 1137] ἡ, Baden in heißem Wasser, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ζεστολουσία: ἡ, λοῦσις ἐν θερμῷ ὕδατι, Γαλην. 6. 208.

Greek Monolingual

ζεοτολουσία, ή (Α)
πλύσιμο με ζεστό νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεστός + -λουσία (< λούσις < λούω)].