πλύσιμο

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source

Greek Monolingual

το / πλύσιμον, ΝΜΑ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλύνω
νεοελλ.
φρ. «βγαίνει στο πλύσιμο» i) ξεβάφει κατά την πλύση
ii) λέγεται ειρωνικά για να δηλώσει ότι κάτι απρεπές που συνέβη θα λησμονηθεί
αρχ.
1. μέρος του σπιτιού όπου γίνεται η πλύση, το πλυσταρειό
2. στον πληθ. τὰ πλύσιμα
η αμοιβή του πλύντη ή της πλύντριας για το πλύσιμο ρούχων, τα πλυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλύσις + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσιμο)].

Translations

ablution

Arabic: وُضُوء, غُسْل, اِغْتِسَال; Bashkir: йыуыныу, тәһәрәт; Bulgarian: промивка; Chinese Mandarin: 沐浴; Dutch: rituele wassing, ablutie; Finnish: peseytyminen; French: ablution; Georgian: ბანა, დაბანა; German: Waschung, Abwaschung, Ablution; Greek: πλύσιμο, νίψιμο; Ancient Greek: ἀπόλουσις, ἀπορύπωσις, βαπτισμός, διάνιψις, ἔκπλυσις, περίκλυσμα, περικλυσμός, περίχυμα, προσάντλημα; Ido: abluciono; Irish: ionladh; Italian: abluzione; Japanese: 沐浴; Kurdish Northern Kurdish: destnimêj, destnivêj; Latin: ablutio; Malay: wuduk; Norwegian Bokmål: vasking, rengjøring; Polish: ablucja; Portuguese: ablução; Romanian: spălare, abluțiune; Russian: омовение, промывание, промывка; Spanish: ablución; Swedish: tvagning; Tagalog: ablusyon; Tibetan: ཁྲུས, ཁྲུས་གསོལ; Turkish: abdest, gusül, iğtisal