ζεματιστός

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ζεματιστός, -ή, -όν) ζεματίζω
1. αυτός που καίει πολύ, πολύ ζεστός, καυστικόςνερό ζεματιστό»)
2. μτφ. καυτερός («τα δάκρυα της που πέφτανε ζεματιστά πάνω στα μάγουλά της», Νιρβ.).
επίρρ...
ζεματιστά
με καυτερό τρόπο, με ζεματιστό τρόπο.