Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καυτερός

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

-η, -ό καυτός
1. αυτός που καίει, πολύ θερμός, ζεματιστός, καυστικός
2. μτφ. τσουχτερός, δριμύς
3. το ουδ. ως ουσ. το καυτερό
ειδικό εργαλείο που χρησιμεύει για το ψάρεμα τών καλαμαριών.