ζιβύνη

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ἡ,

   A = σιβύνη, LXXIs.2.4, Ph.Bel.92.44, Porph. ap. Eus.PE 3.12: ζηβήνη, Hsch.:—Dim. ζιβύννιον, τό, Id.

German (Pape)

[Seite 1140] ἡ, = σιβύνη, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ζιβύνη: ἡ, = σιβύνη, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. 2. 4)· ζηβύνη Μαθ. Ἀρχ. σ. 92· ζηβήνη Ἡσύχ.· - ὑποκορ. ζιβύνιον, τό, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 40, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ζιβύνη, ἡ (AM) (Α και ζηβύνη και ζηβήνη)
σιδερένιο ακόντιο ή λόγχη (βλ. σιβύνη).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σιβύνη.