ζύγιμος

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ον,

   A = ζύγιος 1, βοῦς Plb.34.8.9.

German (Pape)

[Seite 1140] = ζύγιος, Ath. VIII, 331 b, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ζύγιμος: -ον, = ζύγιος, Πολύβ. παρ’ Ἀθην. 331Β, πιθ. ἐσφ. γραφ. ἀντί του ζύγιος.

Greek Monolingual

ζύγιμος, -ον (Α) ζυγόν
ζύγιος, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για ζυγό, για ζέψιμο («βοῡς ζύγιμος», Πολ.).