Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζύγιμος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγιμος Medium diacritics: ζύγιμος Low diacritics: ζύγιμος Capitals: ΖΥΓΙΜΟΣ
Transliteration A: zýgimos Transliteration B: zygimos Transliteration C: zygimos Beta Code: zu/gimos

English (LSJ)

ζύγιμον, = ζύγιος 1, βοῦς Plb.34.8.9.

German (Pape)

[Seite 1140] = ζύγιος, Ath. VIII, 331 b, l. d.

Russian (Dvoretsky)

ζύγιμος: (ῠ) Polyb. = ζύγιος.

Greek (Liddell-Scott)

ζύγιμος: -ον, = ζύγιος, Πολύβ. παρ’ Ἀθην. 331Β, πιθ. ἐσφ. γραφ. ἀντί του ζύγιος.

Greek Monolingual

ζύγιμος, -ον (Α) ζυγόν
ζύγιος, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για ζυγό, για ζέψιμο («βοῦς ζύγιμος», Πολ.).