ζύγιμος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ζύγιμον, = ζύγιος 1, βοῦς Plb.34.8.9.
German (Pape)
[Seite 1140] = ζύγιος, Ath. VIII, 331 b, l. d.
Russian (Dvoretsky)
ζύγιμος: (ῠ) Polyb. = ζύγιος.
Greek (Liddell-Scott)
ζύγιμος: -ον, = ζύγιος, Πολύβ. παρ’ Ἀθην. 331Β, πιθ. ἐσφ. γραφ. ἀντί του ζύγιος.
Greek Monolingual
ζύγιμος, -ον (Α) ζυγόν
ζύγιος, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για ζυγό, για ζέψιμο («βοῦς ζύγιμος», Πολ.).