ζυγοποιός

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ὁ,

   A maker of yokes, Pherecr.130.

German (Pape)

[Seite 1141] der Joche verfertigt, Pherecr. Ath. VI, 269 c.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγοποιός: -όν, ὁ κατασκευάζων ζυγοὺς (ἁμάξης), Φερεκράτ. Περσ. 1. 1.

Greek Monolingual

ζυγοποιός, -όν (Α)
αυτός που κατασκευάζει ζυγούς άμαξας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + -ποιος (< ποιώ)].