ποιώ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
Greek Monolingual
(I)
ποιῶ, ποιέω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α
1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί.
β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ
γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος μερόπων ἀνθρώπων ἀθάνατοι ποίησαν», Ησίοδ.)
2. εκτελώ, κάνω κάτι («πεποιηκότα πλείονα χρηστά... περὶ τὴν πόλιν», Αριστοφ.)
3. φρ. α) «ποιούμαι μνείαν» — αναφέρω, μνημονεύω
β) «ποιούμαι λόγον» — κάνω λόγο, ομιλώ
γ) «περὶ πολλού ποιούμαι τινα» — εκτιμώ κάποιον ή κάτι πολύ
4. παροιμ. φρ. «ἄφες αὐτοῖς οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» — λέγεται για άτομα που ενεργούν παράλογα
νεοελλ.
φρ. α) «ποιούμαι χρήσιν» — χρησιμοποιώ
β) «ποιούμαι εισήγησιν» — εισηγούμαι
γ) «ποιούμαι έκκλησιν» — επικαλούμαι
μσν.
(σχετικά με απόσταση) διανύω, διατρέχω («παρασάγγας ποιησάμενος πέντε στρατοπεδεύεται», Θεοφύλ. Σ.)
μσν.-αρχ.
1. (για τόπο) παράγω («ὁ δ' Ὑμηττὸς καὶ μέλι ἄριστον ποιεῖ», Στράβ.)
2. (σχετικά με χρόνο) περιμένω να φθάσει («ἐποίησαν μὲν ἔξω μέσων νυκτῶν τὴν ὥραν» — άφησαν να περάσουν τα μεσάνυχτα, Δημοσθ.)
3. περνώ τον χρόνο μου σε έναν τόπο ή σε μια κατάσταση («ποιήσουσιν ἐν πλούτῳ ἔτη πολλά», ΠΔ)
4. (για θεραπευτικό μέσο) φέρω αποτέλεσμα («ὁ χυλὸς αὐτῶν πρὸς ἀμβλυωπίαν ποιεῖ», Γεωπ.)
5. μέσ. ποιοῦμαι, -έομαι
προσποιούμαι, υποκρίνομαι («ποιησάμενος ἐπὶ τῷ θανάτῳ τοῦ πατρὸς ὀδυνᾶσθαι», Ζώσ.)
6. φρ. «ποιῶ παιδίον» και «ποιῶ παῖδα» ή «ποιοῦμαι παιδίον» και «ποιοῦμαι παῖδα» — τεκνοποιώ, κάνω παιδί («παιδίον... οὐδεμία ποτὲ γυνὴ λέγεται ποιῆσαι δίχα κοινωνίας ἀνδρός», Πλούτ.)
αρχ.
1. κατασκευάζω, φτιάχνω κάτι με τα χέρια μου («ἐποίησε... βωμὸν καὶ ναὸν ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἀργυρίου», Ξεν.)
2. (για τον Δία) προσφέρω («ὕδωρ ἀναγκαίως ἔχει τὸν θεὸν ποιῆσαι», Αριστοφ.)
3. συγκομίζω, αποκομίζω («ἑπειδὰν ποιῇς σίτου μὲν μεδίμνους... χίλιους», Δημοσθ.)
4. μαθημ. α) σχηματίζω («ποιεῖν ὀρθὰς γωνίας», Αρχιμ.)
β) πολλαπλασιάζω («ποιεῖν τὰ ιβ' ἐπὶ τὰ ε'», Ηρων.)
5. (για ποιητές και συγγραφείς) συνθέτω, συγγράφω («τοῦ αὐτοῦ ἀνδρὸς εἶναι κωμῳδίαν και τραγῳδίαν ἐπίστασθαι ποιεῖν», Πλάτ.)
6. (απολ.) συντάσσω ποιήματα ως ποιητής («ὀρθῶς μοι δοκέει Πίνδαρος ποιῆσαι», Ηρόδ.)
7. περιγράφω κάτι ή κάποιον με στίχους («ἐὰν τέ τις αὐτὸν ἐν ἔπεσι ποιῇ ἐὰν τε ἐν τραγῳδίᾳ», Πλάτ.)
8. εφευρίσκω, επινοώ κάτι ανύπαρκτο («ἅπαν δὲ ὄνομά ἐστιν, ἢ κύριον ἢ γλώττα... ἢ πεποιημένον ἢ ἐπεκτεταμένον», Αριστοτ.)
9. προκαλώ ή προξενώ (α. «οἱ ποίησε γαλήνην», Ομ. Οδ.
β. «νόσους τε ποιεῖ καὶ πενίας καὶ ἄλλα τοιαῦτα... παρασκευάζει», Πλάτ.)
10. (με αιτ. και απρμφ.) ενεργώ ώστε να γίνει κάτι («ποιῶ τοὺς ἀνθρώπους ἀπορεῖν», Πλάτ.)
11. προμηθεύω, παρέχω («λόγος... ἀργύριον τῷ λέγοντι ποιήσων», Δημοσθ.)
12. εορτάζω, πανηγυρίζω («πρὸς σὲ ποιῶ τὸ πάσχα», ΚΔ)
13. (ενεργ. και μέσ.) (σχετικά με συνέλευση) συγκαλώ (α. «ξύλλογον σφῶν αὐτῶν ποιήσαντες τὸν εἰωθότα λέγειν», Θουκ.
β. «Ζεὺς δὲ θεῶν ἀγορὴν ποιήσατο», Ομ. Ιλ.)
14. (σχετικά με δημόσια κηδεία) τελώ
15. μεταβάλλω την κατάσταση κάποιου («εἰ τοὺς Μήδους ἀσθενεῖς ποιήσειε», Ξεν.)
16. ορίζω, εγκαθιστώ («ὁ ποιήσας τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρών», ΠΔ)
17. βάζω κάποιον ή κάτι σε μια θέση («τάς... νοῦς ἐπὶ τοῦ ξηροῦ ἐποίησε», Θουκ.)
18. (σχετικά με στρατό) σχηματίζω, συγκροτώ («ἐποίησαν ἕξ λόχους», Ξεν.)
19. (ενεργ. και μέσ.) θεωρώ, πιστεύω, κρίνω («πάλαι δεινὸν ποιεύμενοι ὑπὸ Μήδων ἄρχεσθαι», Ηρόδ.)
20. υποθέτω, δέχομαι ότι... («ποιῶ δ' ὑμᾶς... ἥκειν», Ξεν.)
21. θυσιάζω («τὸ μοσχάριον τῆς ἁμαρτίας ποιήσεις τῇ ἡμέρᾳ τοῦ καθαρισμοῦ», ΠΔ)
22. παρασκευάζω, ετοιμάζω («μοσχάριον... ἔδωκε τῷ παιδί, καὶ ἐτάχυνε τοῦ ποιῆσαι αὐτό», ΠΔ)
23. (απολ.) ενεργώ, πράττω («οὐδὲ δὴ ποιοῦντος καὶ πάσχοντος ἢ κινουμένου καὶ κινοῦν
τος», Αριστοτ.)
24. μέσ. α) κατασκευάζω κάτι για τον εαυτό μου («σφῆκες... ἠέ μέλισσαι οἰκία ποιήσωνται», Ομ. Ιλ.)
β) δίνω παραγγελία να μού κάνουν κάτι
γ) πολλές φορές χρησιμοποιείται με αιτ. ουσ. περιφρ. αντί για ρ. της ίδιας ρίζας με το ουσ. έτσι ώστε να συντάσσεται με τον ίδιο τρόπο με εκείνο, π.χ. i) «ποιοῦμαι ὁδὸν» — οδοιπορώ
ii) «ποιοῦμαι πλόον» — πλέω
iii) «ποιοῦμαι ὀργήν» — οργίζομαι
iv) «ποιοῦμαι ἐνέδραν» — ενεδρεύω
ν) «ποιοῦμαι κινδύνους» — κινδυνεύω
25. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ποιῶν
ο πλάστης, ο δημιουργός
26. φρ. α) «ποιῶ τὸ ἐπίταγμα» — πληρώ τους απαιτούμενους όρους
β) «ποιῶ τὸ πρόβλημα» — επιτυγχάνω τη λύση του προβλήματος
γ) «πόλεμον ποιῶ» — εγείρω πόλεμο
δ) «πόλεμον ποιοῦμαι» — πολεμώ
ε) «εἰρήνην ποιῶ» — κάνω ειρήνη (για τους άλλους)
στ) «εἰρήνην ποιοῦμαι» — συνάπτω ειρήνη (για τον εαυτό μου)
ζ) «εὖ ποιῶ» — ευεργετώ
η) «κακῶς ποιῶ» — κακοποιώ
θ) «μέγα ποιοῦμαι» — δίνω μεγάλη σημασία σε κάτι, θεωρώ κάτι ως πολύ σημαντικό
ι) «οὐκ ποιοῦμαι τι ἀνασχετὸν» ή «ού ἀνάσχετα ποιοῦμαί τι» — δεν ανέχομαι, δεν υπομένω
ια) «ἕρμαιον ποιοῦμαί τι» — εφευρίσκω, επινοώ
ιβ) «δι' οὐδενὸς ποιοῦμαί τι» — θεωρώ κάτι ως ανάξιο λόγου
ιγ) «ποιῶ βασιλέα» — εκτελώ τα καθήκοντα του βασιλιά
ιδ) «ποιῶ μουσικήν» — καταγίνομαι με τη μουσική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ποιῶ / ποιFέω (πρβλ. ποίFεσε, ἐποίFεσε) ανάγεται σε IE kwei- «συσσωρεύω, διευθετώ, τακτοποιώ» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. ci-n-oti «συσσωρεύω, τακτοποιώ». Το ρ. ποιῶ θεωρείται παράγωγο αμάρτυρου ουσ. ποιFός, που εμφανίζεται στα συνθ. σε -ποιός (πρβλ. αρτοποιός, λογοποιός).
ΠΑΡ. ποίημα, ποίηση, ποιητής
αρχ.-μσν.
ποιητός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) εκποιώ, εμποιώ, μεταποιώ, παραποιώ, περιποιώ
αρχ.
αναποιώ, αντιποιώ, αποποιώ, διαποιώ, εισποιώ, επιποιώ, καταποιώ, προεκποιώ, προποιώ, προσποιώ, συμποιώ, υποποιώ. (Για συνθ. με Β' συνθετικό -ποιός βλ. λ. -ποιός)].
(II)
-όω, Α ποιός
δίνω σε κάποιον ποιότητα.