Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἡδύκωμος, ὁ (Α)·1. ονομασία ενός είδους αυλήσεως2. είδος χορού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + κώμος, ο «παρέα που διατελεί εν ευθυμία»].