ηθοπλαστικός

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που είναι κατάλληλος για διάπλαση χρηστού ήθους, που διαπλάσσει το ήθος, που διαμορφώνει τον χαρακτήρα («ηθοπλαστικά διηγήματα»).
επίρρ...
ηθοπλαστικώς και ηθοπλαστικά
με τρόπο ηθοπλαστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + πλαστικός (< πλάσσω). Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Γεώργιο Αντωνόπουλο].