ηθοπλαστικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που είναι κατάλληλος για διάπλαση χρηστού ήθους, που διαπλάσσει το ήθος, που διαμορφώνει τον χαρακτήρα («ηθοπλαστικά διηγήματα»).
επίρρ...
ηθοπλαστικώς και ηθοπλαστικά
με τρόπο ηθοπλαστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + πλαστικός (< πλάσσω). Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Γεώργιο Αντωνόπουλο].