ηλιογέννητος

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και λιογέννητος, -η, -ο (Μ ἡλιογέννητος, -ον)
ο γεννημένος από τον ήλιο, ωραίος σαν τον ήλιο («κοράσιον ἡλιογέννητον», Λίβ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + γεννητός (< γεννώ)].