το (Α ημιθωράκιον)το πρόσθιο μισό μέρος του θώρακα, δεξιό ή αριστερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + θωράκ-ιο(ν) (< θ. θωρακ- του θώραξ, -ακος + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδ-ίον)].