ἡμιδανάκη

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

[νᾰ], ἡ,

   A half-δανάκη, prob.l. in Theon Prog.13: —Dim. ἡμί-ιον, τό, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιδανάκη: ἡ, ἡμίσεια δανάκη ἵδε Ruhnk. Τιμ. ἐν λ. ἡμεδαπός· ὑποκορ, -ιον, τό, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡμιδανάκη, ή και ἡμιδανάκιον, το (Α)
περσικό νόμισμα, το ήμισυ της δανάκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + δανάκη].