ημισειαστής
Greek Monolingual
ἡμισειαστής, ό (Μ) [[η-μισειάζω]]
καλλιεργητής ξένου κτήματος αμειβόμενος με το μισό τών προϊόντων, ο μεσακός.
ἡμισειαστής, ό (Μ) [[η-μισειάζω]]
καλλιεργητής ξένου κτήματος αμειβόμενος με το μισό τών προϊόντων, ο μεσακός.