ἡμίκυπρον

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

τό, (

   A κύπρος 11.2) a measure, Hippon.24; said to = 1/2 μέδιμνος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1168] τό, ein Maaß, nach Hesych. ein halber Medimnus; vgl. Poll. 4, 164. 10, 113.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίκυπρον: τό, (κύπρος ΙΙ. 2) μέτρον τι, = modius, Ἱππῶν. 17˙ - Ἡσύχ. «ἥμισυ μεδίμνου».

Greek Monolingual

ἡμίκυπρον, τὸ (Α)
1. είδος μέτρου
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἥμισυς μέδιμνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κύπρος (μέτρο σιτηρών)].