μέδιμνος

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέδιμνος Medium diacritics: μέδιμνος Low diacritics: μέδιμνος Capitals: ΜΕΔΙΜΝΟΣ
Transliteration A: médimnos Transliteration B: medimnos Transliteration C: medimnos Beta Code: me/dimnos

English (LSJ)

ὁ, Hdt.7.187, etc.; ἡ, only v.l. in Id.1.192:—medimnus, medimnos, a corn-measure, Hes.Fr.160.3; μέδιμνος Ἀττικός, μέδιμνος Σικελικός, Hdt. 1.192, Plb.2.15.1;
A σιτηρός IG22.1013.27; [σῖτον] κατὰ μέδιμνον συνωνούμενοι Lys.22.12; μεδίμνῳ ἀπομετρήσασθαι ἀργύριον X.HG3.2.27; ὁ γὰρ νόμος… κωλύει παιδὶ μὴ ἐξεῖναι συμβάλλειν μηδὲ γυναικὶ πέρα μεδίμνου κριθῶν to make a contract for value exceeding a medimnus, Is.10.10: hence, οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι, i.e. he is no better than a woman, Ar.Ec.1025, cf. Sch.ad loc.; τῶν ἁλῶν μ., v. ἅλς (A).
II in Magna Graecia, = κρουνός 4, pipe of a fountain, D.S.12.10.

German (Pape)

[Seite 110] ὁ (vgl. modius), ion. auch ἡ, Her. 1, 192, aber auch ὁ, 7, 187, das gewöhnliche attische Getreidemaaß, das 6 ἑκτεῖς od. 48 χοίνικες od. 192 κοτύλαι enthielt, ungefähr 2 röm. Amphoren, 2602 Pariser Kubikzoll, 15/16 des Berliner Scheffels, Hes. frg. 14; Pol. führt einen μ. Ἀττικός an, 6, 39, 13, u. einen Σικελικός, 2, 15, 1, welcher um ein Sechstel kleiner war. – So wie bei uns sagte man μεδίμνῳ ἀπομετρεῖν παρὰ πατρὸς ἀργύριον, das Geld mit Scheffeln messen, Paroem. App. 3, 83; vgl. Xen. Hell. 3, 2, 27. – In Unteritalien hieß die Brunnenröhre, κρουνός, so, D. Sic. 12, 10.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ ou ἡ)
médimne, mesure pour les solides de six setiers (ἑκτεῖς) ou de 48 chénices (χοίνικες) ou de 192 cotyles (κοτύλαι).
Étymologie: R. Μεδ, mesurer ; v. μέδω ; cf. lat. modius.

Russian (Dvoretsky)

μέδιμνος: ὁ (у Her. тж. ἡ)
1 медимн (атт. мера сыпучих тел = 6 ἑκτεῖς = 48 χοίνικες = 52.53 л): κατὰ μέδιμνον συνωνεῖσθαι Lys. покупать (хлеб) по медимну; οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ᾽ ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι Arph. ни один мужчина не вправе уже распоряжаться более, чем медимном (т. е. так же ограничен в правах, как женщина, юридическая дееспособность которой была ограничена, по аттическим законам, стоимостью одного медимна зерна);
2 (в Сибарисе), водопровод Diod.

Greek (Liddell-Scott)

μέδιμνος: ὁ, Ἡρόδ. 7. 187, Ἀττ.· ἡ, μόνον παρ’ Ἡροδ. 1. 192 (μετὰ διαφ. γραφ.)· - τὸ σύνηθες παρ’ Ἀττ. μέτρον σιτηρῶν χωροῦν 6 ἑκτεῖς, 48 χοίνικας, 192 κοτύλας, πρῶτον ἐν Ἡσ. Ἀποσπ. 14· κατὰ τὸν Κορν. Νέπ. Ἀττ. 2, = Ῥωμ. μοδίοις: - ἐπειδὴ δὲ ὁ μέδιμνος ἦν ἐν χρήσει καὶ δι’ ἄλλα πράγματα, ὁ τοῦ σίτου ἐκαλεῖτο κυρίως μ. σιτηρός, Συλλ. Ἐπιγρ. 123· 27· - ὁ Σικελικὸς μέδιμνος ἦτο κατὰ τὸ ἓν ἕκτον μικρότερος, Πολύβ. 2. 15, 2· - Φράσεις: κατὰ μέδιμνον συνωνεῖσθαι Λυσ. 165. 18· μεδίμνῳ ἀπομετρεῖσθαι ἀργύριον Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 27· ὁ γὰρ νόμος... κωλύει παιδὶ μὴ ἐξεῖναι συμβάλλειν μηδὲ γυναικὶ πέρα μεδίμνου κριθῶν, ἀπαγορεύει νὰ κάμῃ συμφωνίας ἐπὶ ἀξίας ὑπερβαινούσης τὴν τοῦ μεδίμνου, Ἰσαῖ. 80. 30· οὕτως, οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνον ἔστ’ ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι, δηλ. οὐχὶ ὑπέρτερος γυναικός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1025, ἴδε Σχόλ. (1017)· τῶν ἁλῶν μ., ἴδε ἐν λ. ἅλς. ΙΙ. ἐν τῇ κάτω Ἰταλίᾳ, ὁ σωλὴν ἐξ οὗ ῥέει τὸ ὕδωρ κρήνης, ὁ ἄλλως λεγόμενος κρουνός, Διόδ. 12. 10.

Greek Monolingual

μέδιμνος, ὁ και ιων. τ. μέδιμνος, ἡ (Α)
1. μέτρο χωρητικότητας στερεών και κυρίως του σιταριού στην Αθήνα («ἡ δὲ ἀρτάβη μέτρον ἐὸν Περσικὸν χωρέει μεδίμνου Ἀττικοῦ πλέον χοίνιξι τρισὶ Ἀττικῇσι», Ηρόδ.)
2. (στην Κάτω Ιταλία) ο σωλήνας από όπου έτρεχε το νερό της κρήνης, κρουνός («αὐλὸν χάλκεον ὃν ἐκάλουν οἱ ἐγχώριοι μέδιμνον», Διόδ. Σικ.)
3. φρ. «ὁ γὰρ νόμος... κωλύει παιδὶ μὴ ἐξεῖναι συμβάλλειν μηδὲ γυναικὶ πέρα μεδίμνου κριθῶν» — ο νόμος απαγορεύει να συνάπτουν τα παιδιά και οι γυναίκες συμβάσεις που υπερβαίνουν την αξία ενός μεδίμνου (Ισαίος)
4) παροιμ. «οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι» — κανένας άνδρας δεν είναι πλέον ανώτερος, αξιότερος, από μια γυναίκα (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέδιμνος ανάγεται σε θ. μεδ- (πρβλ. μέδω) και συνδέεται με λατ. modius «μέδιμνος», γοτθ. mitan «μετρώ», αγγλοσαξ. metan «μετρώ» (βλ. λ. μέδω). Η λ. εμφανίζει επίθημα -μνος, πιθ. < -men (πρβλ. λίμνη) ή < θ. -mno- (πρβλ. βέλε-μνον, λατ. alumnus). Παραμένει ωστόσο ανερμήνευτο το -ι- του τύπου. Η άποψη ότι έχει προέλθει με επένθεση από αμάρτυρο τ. μεδμνjος θεωρείται αβέβαιη (πρβλ. λ. μέρ-ι-μνα)].

Greek Monotonic

μέδιμνος: ὁ, μέδιμνος, αττικό μέτρο (σταθμό) για τα δημητριακά· διαιρείται σε 6 ἐκτεῖς, 48 χοίνικες, 192 κοτύλαι = 6 ρωμαϊκοί μόδιοι, δηλ. σχεδόν 12 γαλόνια, σε Ησίοδ, Αττ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: corn-measure, "bushel", = 48 χοίνικες, i.e. in Athens about 52 ½ liter (IA.; s. Solmsen Wortforsch. 41 f., 67);
Other forms: older -ίμνος; with dissim. Ϝεδιμνος (Gortyn)
Compounds: As 2. member e.g. in ἡμέδιμνον (haplol. for ἡμι-μ.) n. (prop. subst. adj.), also -ος m. (determinative-comp.) half-bushel (cf. Risch IF 59, 51 f.).
Derivatives: μεδιμν-ιαῖος measuring a μ. (Gortyn), -αῖον μέτρον μοδίου H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formally μέδιμνος agrees with μέριμνα, λίμνη, στάμνος a. o. (Schwyzer 524); so enlarged from a μεν-stem? Lat. modius "bushel" gives a tempting comparandum with further connection with the Germ. word for measure, e.g. Goth. mitan, OE metan, IE *med- (to which also μέδομαι, ; s.v.). Unclear however is the ι; on it Solmsen l.c. and Thurneysen IF 39, 189ff. (Schwyzer 352). To be rejected Winter Lang. 26, 532 (from *μεδι-μδ-). Because of the not few LW [loanword] in -μν- Chantraine Form. 216 considers Mediterranean origin; thus Fur. 246 n. 71.

Middle Liddell

μέδιμνος, ὁ,
the medimnus, an Attic corn-measure, containing 6 ἑκτεῖς, 48 χοίνικες, 192 κοτύλαι = 6 Roman modii, i. e. very nearly 12 gallons, Hes., Attic

Frisk Etymology German

μέδιμνος: {médimnos}
Forms: (älter -ίμνος), mit Dissim. ϝεδιμνος (Gortyn)
Grammar: m.
Meaning: Getreidemaß, "Scheffel", = 48 χοίνικες, d.h. in Athen um 52 ½ Liter (ion. att. usw.; s. Solmsen Wortforsch. 41 f., 67);
Composita: als Hinterglied z.B. in ἡμέδιμνον (haplol. für ἡμιμ.) n. (eig. subst. Adj.), auch -ος m. (Determinativkomp.) Halbscheffel (vgl. Risch IF 59, 51 f.).
Derivative: Davon μεδιμνιαῖος ‘einen μ. messend' (Gortyn), -αῖον· μέτρον μοδίου H.
Etymology: In formaler Hinsicht stimmt μέδιμνος zu μέριμνα, λίμνη, στάμνος u. a. (Schwyzer 524); es wäre somit aus einem μεν-Stamm thematisch erweitert. Sachlich bietet lat. modius "Scheffel" einen sehr verlockenden Vergleich mit weiterem Anschluß an das germ. Wort für messen, z.B. got. mitan, ags. metan, idg. med- (wozu u.a. noch μέδομαι, -ω; s.d.). Erklärungsbedürftig ist aber immer noch das ι; darüber Solmsen a.a.O. und Thurneysen IF 39, 189ff. (Schwyzer 352). Abzulehnen Winter Lang. 26, 532 (aus *μεδιμδ-). Wegen der nicht wenigen LW auf -μν- erwägt Chantraine Form. 216 mediterranen Ursprung.
Page 2,190-191

Wikipedia EN

A medimnos (Greek: μέδιμνος, médimnos, plural μέδιμνοι,médimnoi) was an Ancient Greek unit of volume, which was generally used to measure dry food grain. In Attica, it was approximately equal to 51.84 litres, although this volume was frequently subject to regional variation. For example, the Spartan medimnos was approximately equal to 71.16 litres. A medimnos could be divided into several smaller units: the tritaios (one third), the hekteus (one sixth), the hemiektos (one twelfth), the choinix (one forty-eighth) and the kotyle (0.27 l.)

Wikipedia FR

Le médimne est l'unité de mesure du volume utilisé dans la Grèce antique, notamment pour évaluer les quantités de denrées alimentaires. Elle appartient au système de poids et de mesure corinthien repris entre autres par Athènes et Mégare. Un médimne est égal à 52 litres.

Le problème réside dans la conversion en poids; jusqu'à très récemment, les historiens antiquisants pensaient qu'un médimne équivalait à une quarantaine de kilos de blé. Un document découvert il y a peu de temps indique qu'en réalité, un médimne correspond à 31 kg de blé (27 kg d'orge). Cette différence remet en question, par exemple, la dureté des tributs dont on connaissait le versement en médimnes

Wikipedia DE

Der Medimno, auch mit Medamno bezeichnet, war ein Getreidemaß auf der Insel Zypern.

Wikipedia ES

Un medimno (griego antiguo μέδιμνος, médimnos, plural μεδίμνοι, "medimnoi") era la unidad de medida de volumen arcaica de la Antigua Grecia para la materia seca.

Wikipedia PT

Medimno (em grego clássico: μέδιμνος; transl.: médimnos; plural: μέδιμνοι, médinói) era uma unidade de volume na Grécia Antiga geralmente usado para medir grãos secos. Na Ática, era aproximadamente igual a 51,84 litros, embora este volume fosse frequentemente sujeito a variações regionais, como, por exemplo, o medimno espartano que era aproximadamente igual a 71,16 litros. Um medimno pode ser dividido em diversas unidades menores: o tritaios (um terço), o hekteus (um sexto), o hemiektos (um décimo segundo), o choinix (um quadragésimo-oitavo) e o kotyle (0,27 l.)

Mantoulidis Etymological

ὁ (=μέτρο σιτηρῶν). Ἀπό ρίζα μεδ- τοῦ μέδω (=κυβερνῶ, φροντίζω, ὑπολογίζω).