ημιπίθηκος

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
ζωολ. παλαιός χαρακτηρισμός πιθήκων, ενδιάμεσος τύπος μεταξύ τετραχείρων και χειροπτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πίθηκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ποθητό Ψαρά].