ενδιάμεσος

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άλλους ή άλλα («ενδιάμεσος τοίχος» — τοίχος μεταξύ δύο σπιτιών)
2. το ουδ. εν. ως ουσ. το ενδιάμεσο
ο παρεμβαλλόμενος κενός χώρος
3. φρ. «ενδιάμεση συχνότητα» — συχνότητα κατά την οποία έχουν συζευχθεί τα κυκλώματα του ενισχυτή που ακολουθούν το κύκλωμα μεταλλαγής
4. «ενδιάμεσες ακτίνες» — ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία μεταξύ του ορίου τών υπεριωδών ακτινών και τών μαλακότερων από τις ακτίνες Χ.