ενδιάμεσος

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άλλους ή άλλα («ενδιάμεσος τοίχος» — τοίχος μεταξύ δύο σπιτιών)
2. το ουδ. εν. ως ουσ. το ενδιάμεσο
ο παρεμβαλλόμενος κενός χώρος
3. φρ. «ενδιάμεση συχνότητα» — συχνότητα κατά την οποία έχουν συζευχθεί τα κυκλώματα του ενισχυτή που ακολουθούν το κύκλωμα μεταλλαγής
4. «ενδιάμεσες ακτίνες» — ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία μεταξύ του ορίου τών υπεριωδών ακτινών και τών μαλακότερων από τις ακτίνες Χ.