ημικυκλικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ημικύκλιο
2. αυτός που έχει σχήμα μισού κύκλου («ημικυκλική αψίδα»)
3. ανατ. φρ. «ημικυκλικοί σωλήνες» — τρεις ημικυκλικοί οστέινοι σωλήνες στο εσωτερικό κάθε λιθοειδούς οστού.
επίρρ...
ημικυκλικώς και -ά
με τρόπο ημικυκλικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κυκλικός (< κύκλος). Η λ. στο επίρρ. κυκλικώς μαρτυρείται από το 1849 στον Αλέξ. Ρ. Ραγκαβή].