ημιρρόμβιο
Greek Monolingual
το (Α ἡμιρρόμβιον)
νεοελλ.
ναυτ. υποδιαίρεση κάθε ρόμβου του ανεμολογίου της ναυτικής πυξίδας ίση με το ένα εξηκοστό τέταρτο της περιφέρειας, κν. μετζοκάρτο, μέτζο
αρχ.
είδος επιδέσμου που μοιάζει με μισό ρόμβο, ημίτομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + ρομβίον (< ρόμβος)].