ημιρρόμβιο

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Α ἡμιρρόμβιον)
νεοελλ.
ναυτ. υποδιαίρεση κάθε ρόμβου του ανεμολογίου της ναυτικής πυξίδας ίση με το ένα εξηκοστό τέταρτο της περιφέρειας, κν. μετζοκάρτο, μέτζο
αρχ.
είδος επιδέσμου που μοιάζει με μισό ρόμβο, ημίτομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + ρομβίον (< ρόμβος)].